τρυπανοῦχος

τρυπανοῦχος
τρυπᾰν-οῦχος, , ([etym.] ἔχω)
A handle of a borer, Poll.7.113, 10.146.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυπανοῦχος — handle of a borer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπανούχος — ο, ΝΑ το σώμα τού τρυπάνου όπου στερεώνεται το κοπίδι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπανον + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”